- περιρραίνοντες
- περιρραίνωbesprinklepres part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιρραίνω — ΝΑ ραίνω, ραντίζω κάτι γύρω γύρω, τό περιρραντίζω, τό κάνω υγρό σε όλη την επιφάνειά του («βωμοὺς περιρραίνοντες», Αριστοφ.) αρχ. 1. μέσ. περιρραίνομαι μτφ. εξαγνίζομαι 2. υγραίνω, νοτίζω κάτι 3. χύνω νερό ή άλλο υγρό γύρω γύρω, παντού 4. παθ.… … Dictionary of Greek